δίστοιχος
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
δίστοιχον, in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; (βράγχια) ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr. HP 8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.
Spanish (DGE)
-ον
dispuesto en dos filas ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.Fr.78c.38, ὀδόντες Arist.HA 501a24, cf. AP 16.265, (βράγχια) Arist.HA 505a16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.HP 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.
Russian (Dvoretsky)
δίστοιχος: расположенный в два ряда (ὀδόντες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.
Greek Monolingual
-ο (AM δίστοιχος) στοίχος
αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.