carencia
Spanish > Greek
ἀπόλειψις, ἀπουσία, ἀνουσιότης, δέησις, διαμάρτησις, ἔκπτωσις, ἀπορησία, ἔλλειψις, δέος, ἔνδεια, ἀφορία, τὸ ἐλλιπές, τὸ ἐνδεές, ἀτυχία, ἀχηνία
ἀπόλειψις, ἀπουσία, ἀνουσιότης, δέησις, διαμάρτησις, ἔκπτωσις, ἀπορησία, ἔλλειψις, δέος, ἔνδεια, ἀφορία, τὸ ἐλλιπές, τὸ ἐνδεές, ἀτυχία, ἀχηνία