ἀχηνία

From LSJ

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχηνία Medium diacritics: ἀχηνία Low diacritics: αχηνία Capitals: ΑΧΗΝΙΑ
Transliteration A: achēnía Transliteration B: achēnia Transliteration C: achinia Beta Code: a)xhni/a

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, need, want, χρημάτων A.Ch.301; φίλων ἀχηνία Ar. Fr.20, cf. 1 D.; ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις in the eyes' blank gaze, A.Ag. 418 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
penuria, carencia χρημάτων A.Ch.301, φίλων Ar.Fr.20, cf. Hsch.
fig. ausencia ὀμμάτων de la mirada perdida, A.A.418.
• Etimología: v. ἀχήν.

German (Pape)

[Seite 418] ἡ, Armut. Mangel, ὀμμάτων Aesch. Ag. 407; χρημάτων Ch. 299; φίλων Ar. fr. 91.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de ; au plur. ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις ESCHL regard fixe et comme perdu dans le vide.
Étymologie: ἀχήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀχηνία: (ᾰ) ἡ недостаток, отсутствие (χρημάτων Aesch.; φίλων Arph.): ὀμμάτων ἐν ἀχηνίαις Aesch. (о статуе) в невидящих глазах.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχηνία: ἡ, ἔνδεια, ἀνέχεια, ἔλλειψις, χρεία, χρημάτων Αἰσχύλ. Χο. 301· φίλων ἀχηνίᾳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 91· ὀμμάτων ἀχηνίαις, ἐλλείψει ζώντων ὀμμάτων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 419.

Greek Monolingual

ἀχηνία, η (Α)
έλλειψη, ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχήν. Το του τ. ᾰχηνία οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του - στερητικού)].

Greek Monotonic

ἀχηνία: ἡ, ανάγκη, έλλειψη, χρημάτων, σε Αισχύλ.· ὀμμάτων ἀχηνίαις, το κενό βλέμμα των ματιών, στον ίδ.

Middle Liddell

need, want, χρημάτων Aesch.; ὀμμάτων ἀχηνίαις in the eyes blank gaze, Aesch.

English (Woodhouse)

lack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)