πατητήρι
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
Greek Monolingual
το / πατητήριον, ΝΑ
ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατῶ + επίθημα -ήριον (πρβλ. ορμητήριον).]