χειραφετέω

From LSJ
Revision as of 18:07, 14 December 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειραφετέω Medium diacritics: χειραφετέω Low diacritics: χειραφετέω Capitals: ΧΕΙΡΑΦΕΤΕΩ
Transliteration A: cheiraphetéō Transliteration B: cheirapheteō Transliteration C: cheirafeteo Beta Code: xeirafete/w

English (LSJ)

v. emancipare, Gloss..

Greek Monolingual

χειραφετῶ, χειραφετέω, ΝΜΑ χειράφετος
αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω
νεοελλ.
απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία
2. (κατ' επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία του άνδρα
3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χειραφετημένος, -η, -ο
αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
5. (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.