προπετῶς
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
English (Woodhouse)
(see also: προπετής) hastily, impetuously, rashly
French (Bailly abrégé)
adv.
avec précipitation, avec pétulance ou avec témérité.
Étymologie: προπετής.
Russian (Dvoretsky)
προπετῶς:
1 стремительно (κάτω σπᾶσθαι Arst.);
2 поспешно, опрометчиво (ἀποκρίνεσθαι Plat.);
3 неумеренно, необузданно (προπετέστερον χρῆσθαί τινι Dem., Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπετῶς adv. van προπετής.