Λακεδαιμόνιος

From LSJ
Revision as of 12:28, 11 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lacédémonien.
Étymologie: Λακεδαίμων.

English (Slater)

Λᾰκεδαιμόνιος Spartan Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν (P. 4.257) Ἀλατ[ Λα]κεδαιμ[ον (supp. Lobel) fr. 6a. i. pro subs., ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.14) test., v. fr. 199.

Greek Monolingual

Λακεδαιμόνια, Λακεδαιμόνιο (Α Λακεδαιμόνιος, Λακεδαιμονία, Λακεδαιμόνιον) Λακεδαίμων
1. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από τη Λακεδαίμονα, Σπαρτιάτης («ὦ ξεῖν, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῃδε κείμεθα», Σιμων.)
2. (μτγν. και για πράγμ.) αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη Λακεδαίμονα («Λακεδαιμόνιοι αστέρες»).

Russian (Dvoretsky)

Λᾰκεδαιμόνιος: IIлакедемонянин Her. etc.
лакедемонский Pind., Eur., Xen. etc.

Translations

Lacedaemonian

Coptic: ⲗⲉⲕⲧⲟⲩⲙⲉⲛⲟⲥ; French: Lacédémonien, Lacédémonienne; Ancient Greek: Λακεδαιμόνιος; Japanese: ラケダイモン人; Polish: Lacedemończyk, Lacedemonka; Portuguese: lacedemónio, lacedemônio; Russian: лакедемонянин, спартанец