γοῆτις

From LSJ
Revision as of 16:05, 15 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

German (Pape)

[Seite 500] ιδος, fem. zu γόης, μορφή Strat. 34 (XII, 192).

Spanish (DGE)

-ιδος
embrujadora, encantadora μορφή AP 12.192 (Strat.).

Greek Monolingual

γοῆτις, η (Α) γοώ
αυτή που μαγεύει («γοῆτις μορφή»).

Russian (Dvoretsky)

γοῆτις: ιδος adj. f чарующий, обворожительный (μορφὴ θηλυτέρης Anth.).