ἴορκος
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, ein hirschartiges Tier, vgl. δόρξ, δορκάς, Opp. Cyn. 3, 3, δόρκους ὄρυγάς τε καὶ αἰγλήεντας ἰόρκους, vgl. 2, 296.
Greek (Liddell-Scott)
ἴορκος: ὁ, ἴδε δορκάς.
Greek Monolingual
ἴορκος, ὁ (Α)
η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από τη Γαλατική (βλ. και λ. δορκάς)].
Frisk Etymological English
Meaning: roe, gazelle
See also: s. δορκάς.
Frisk Etymology German
ἴορκος: {íorkos}
Grammar: m.
Meaning: Reh, Gazelle
See also: s. δορκάς.
Page 1,730