πτωτικός
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ή, όν, (πτῶσις)
A capable of inflexion, ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π. Diog.Bab.Stoic.3.214; ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π. D.T.634.11, cf. A.D.Pron.9.5, al.; τὸ π. τὸ Σωκράτης" the case-form Σ., S.E.M.8.84; connected with cases, π. σχῆμα, when several cases of the same Noun follow one another, Simp.in Cat.359.9. Adv. -κῶς, ἀντωνυμίαι κάτωθεν μὲν π. κινοῦνται ἄνωθεν δὲ προσωπικῶς Choerob.in Theod.2.418 H. 2 Math., πτωτικόν, τό, special case of a problem, Papp.850.19, al.
German (Pape)
[Seite 812] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm.