слепой
From LSJ
Russian > Greek
ὀμματοστερής, ἀλαός, λιπαυγής, ἀπρόσκοπος, τυφλός, πηρός, ὅμηρος, ἀμαυρός, σκοτεινός, ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος
ὀμματοστερής, ἀλαός, λιπαυγής, ἀπρόσκοπος, τυφλός, πηρός, ὅμηρος, ἀμαυρός, σκοτεινός, ἄοψ, ἀνόφθαλμος, ἀνόμματος