ενιαυσιαίος

From LSJ
Revision as of 14:26, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῖος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῖδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.