επιμίσγω
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
Greek Monolingual
ἐπιμίσγω (Α)
1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.)
2. έρχομαι σε σαρκική επαφή
3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ. του μίγνυμι.