επιμίσγω

From LSJ

Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

ἐπιμίσγω (Α)
1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.)
2. έρχομαι σε σαρκική επαφή
3. (για τόπο) πλησιάζωοὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ. του μίγνυμι.