επιμίσγω
From LSJ
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
Greek Monolingual
ἐπιμίσγω (Α)
1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.)
2. έρχομαι σε σαρκική επαφή
3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῖτας», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ. του μίγνυμι.