ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
γῆθεν επίρρ. (AM) γη
από τη γη («Χαῖρε κλῖμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)
αρχ.
μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο.