ισονομία

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

η (Α ἰσονομία, ιων. τ. ἰσονομίη) ισόνομος
ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, πολιτική ισότηταἰσονομία ἐν γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας και ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας», Πλάτ.)
αρχ.
ίση διανομή, ίσο μερίδιο, αναλογία, ισορροπία.