Μοῖσα
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
v. Μοῦσα.
Greek (Liddell-Scott)
Μοῖσα: ἡ, Αἰολ. ἀντὶ Μοῦσα, Πίνδ.· - Μοισαῖος, ἴδε ἐν λ. Μούσειος· - ῥῆμα, μοισῶ, «ἐκ τοῦ μοῖσα καὶ μοισῶ ῥῆμα παρὰ Συρακουσίοις» Κραμήρου Ἀν. τ. 1, σ. 278, 14.
Greek Monolingual
Μοῖσα, ἡ (Α)
(αιολ. τ.) βλ. Μούσα.
Greek Monotonic
Μοῖσα: ἡ, Αιολ. αντί Μοῦσα· γεν. πληθ. Μοισᾶν.