μεταπειστός

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπειστός Medium diacritics: μεταπειστός Low diacritics: μεταπειστός Capitals: ΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: metapeistós Transliteration B: metapeistos Transliteration C: metapeistos Beta Code: metapeisto/s

English (LSJ)

μεταπειστόν, open to persuasion, Pl.Ti.51e; μ. ὑπὸ λόγου Id.Def.414c.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταπειστός, -ή, -όν και μετάπειστος, -η, -ον) μεταπείθω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταπείσει («τὸ μὲν ἀκίνητον πειθοῖ, τὸ δὲ μεταπειστόν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

μεταπειστός: или μετάπειστος 2 поддающийся переубеждению, которого можно убедить Plat.

German (Pape)

der sich zu etwas Anderm überreden, umstimmen läßt, im Gegensatz von ἀκίνητον πειθοῖ, Plat. Tim. 51e.