ορφανικός

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρφανικός, -ή, -όν) ορφανός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια
αρχ.
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ' ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῖκα», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρφανικά
η περιουσία και τα συμφέροντα τών ορφανών
3. φρ. «ἦμαρ ὀρφανικόν» — η μέρα που ορφανεύει κάποιος.
επίρρ...
ὀρφανικῶς (ΑΜ)
με την τύχη που έχουν οι ορφανοί.