ρηγμίν
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
και ῥηγμίς, -ῑνος, ή, Α
1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῖαν τύπτετε», Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῖνες
τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας»
3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» — το τέλος της ζωής, ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ρήγνυμι με επίθημα -(μ)ίς, -ῖνος (πρβλ. στα-μίς: ἵστημι) ή αναλογικά προς τον τ. θίν / θίς, θινός «ακτή, παραλία»].