Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τέρμονας

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο /τέρμων, -ονος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνορο αγρού
2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. τέρμα, όριο
3. φράχτης
4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», Ευρ.)
5. απόδοση στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα.