συγκαταλέγω

Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

B),
A repeat or quote along with, [γνώμας τοῖς λόγοις] Arist.Rh.Al.1434a38.
2 appoint in addition, πολλοὺς [πρεσβευτὰς] τῶν ἀνεπιτηδείως ἐχόντων Plu.2.819a; ταῖς ἐντιμοτάταις ἀρχαῖς σ. παρασίτους Clearch.1.
3 include in or add to a list or catalogue, Str.8.4.1, 13.3.1 (Act. and Pass.), Gal.15.454: c. gen., τοῦδε ἢ τοῦδε τοῦ κλίματος -λεχθέντα Str.11.12.1; τινάς τισι Apollod.3.6.3, cf. J.AJ2.7.4 (Pass.).συγκαταλέγω
συγκατα-λέγω (A), lay down with, pres. wrongly inferred from συγκατέλεκτο, etc., v. συγκαταλέχω.

German (Pape)

[Seite 965] (s. λέγω), mit dazu wählen, mit, zugleich aufzeichnen; Ath. 111, 1 l 2 d; Plut. u. a. Sp., συγκατέλέκτο ἱμῆν, Luc. Charid. 4.

French (Bailly abrégé)

1 (λέγω²) choisir avec ou ensemble;
2 (λέγω¹) ao. Pass. 3ᵉ sg. sync. συνκατέλεκτο, étendre de tout son long avec, τινι.
Étymologie: σύν, καταλέγω.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλέγω:
I
1 производить отбор, т. е. приводить в порядок, упорядочивать Arst.;
2 совместно рассчитывать, исчислять, сопоставлять (τὰς περὶ οὐρανὸν περιόδους τινί Plut.);
3 производить отбор, отбирать, подбирать (τινάς Plut.).
II класть вместе, pass. возлежать рядом (за столом) (τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλέγω: ἐκλέγω καὶ τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 23, 2. 2) ἐκλέγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 5, 819Α· τινά τινι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 235Α. 3) ὡς καὶ νῦν, ὑπὸ τῷ Ἕκτορι καὶ τούτους συγκαταλέγων Στράβ. 620, πρβλ. 619· τινὲς συγκαταλέγουσι τοῖς ἑπτὰ Ἐτέοκλον Ἀπολλόδ. 3. 6, 3. ΙΙ. Παθ., ἀνακλίνομαι μετά τινος, ἐν τῷ συγκεκομμ. ἀορ. συγκατέλεκτο, συγκατέλ. ἡμῖν καὶ Κλεώνυμος Λουκ. Χαρίδ. 4.

Greek Monolingual

ΝΜΑ καταλέγω
κατατάσσω κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «συγκαταλέγεται μεταξύ τών απορριφθέντων» β. «τῷ Ῥωμαϊκῷ στρατεύματι συγκατειλεγμένοι», Άνν. Κομν.)
αρχ.
1. διευθετώ, τακτοποιώ
2. εκλέγω μαζί με άλλον («καὶ τήμερον ταῖς ἐντιμόταταις ἀρχαῖς συγκαταλέγουσι παρασίτους», Κλέαρχ.).