καταλέγω

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλέγω Medium diacritics: καταλέγω Low diacritics: καταλέγω Capitals: ΚΑΤΑΛΕΓΩ
Transliteration A: katalégō Transliteration B: katalegō Transliteration C: katalego Beta Code: katale/gw

English (LSJ)

καταλέγω (A), lay down; v. καταλέχομαι.

(B),
A recount, tell at length and in order, Hom., always in fut. or aor. 1, ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib.384, al.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: followed by interrog. Adv., κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώειtell me the tale of that unhappy man, 4.832.
b repeat, recite, τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6; τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3; τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf. κατάλεγμα, καταλογή III.
2 reckon up, tell in full tale, μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235; of a line of kings or ancestors, κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου… βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100; τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173; κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma.285e, cf.Ep.327e, X.Mem.2.4.4:—later in Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.
b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg.742e, cf. X.An.2.6.27: so perhaps in Pass., Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9.
c conclude by enumeration, ὡς… Arist.Rh. Al.1429b35.
3 with pf. κατείλοχα Paus.10.24.1:—Pass., aor. (v. infr.): pf. κατείλεγμαι; 3pl. plpf. κατειλέχατο J.AJ19.1.15:—enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist, ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach.1065, Lys.394, etc.; ἱππέας Arist.Ath.49.2; κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7; εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16; ἐς τὰς ναῦς Th.3.75: generally, τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5; κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39: c. dat., κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—Pass. (aor. 2 κατελέγην more common in Att. than aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg.762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8; κ. στρατιώτης Id.9.4; κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13; καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5; ὁ κατειλεγμένος D.39.8; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.
4 later, select, τοῖς παισὶ τοὺς διδασκάλους AB105:—Med., τὸν πλωτικὸν (βίον) Pl.Ax.368b.
II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, μάρτυς ἄδικος -λέγων αὐτοῦ ἀσέβειαν LXX De.19.16.

German (Pape)

[Seite 1359] (s. λέγω), 1) niederlegen, zu Bett bringen, im act. nur Hesych. – Med., Hom., bes. in den syncop. Formen, ἔνθ' ὁ γέρων κατέλεκτο, dort legte er sich nieder, Il. 9, 662, καταλέχθαι, schlafen, Od. 15, 393, εὐνῇ ἐνὶ μαλακῇ καταλέγμενος 22, 196; aor. I. med., κατελέξατο, er legte sich hin, Il. 9, 690 Od. 10, 555; fut. καταλέξεται Hes. O. 521 u. sp. D. – 2) auslesen, auswählen, τῶν χρησμῶν, aus den Orakeln, Her. 7, 6; bes. Soldaten ausheben u. in die Soldatenlisten eintragen, στρατιώτας, Ar. Ach. 1029; Lys. 14, 6 u. A.; τοὺς ἐχθροὺς κατέλεγον εἰς τὰς ναῦς, sie hoben ihre Feinde für die Schiffe, zum Seedienst aus, Thuc. 3, 75; τοὺς πλουσιωτάτους ἐκ πασῶν τῶν ἐκεῖ πόλεων ἱπποφορεῖν κατέλεξε Xen. Hell. 3, 4, 15. – Pass., bes. aor. κατελέγην, Plat. Legg. VI, 762 e; στρατεύεσθαι τὸν καταλεγέντα XII, 943 a; ὥστε οὐδὲ τῶν τρισχιλίων κατελέγην Lys. 30, 8, ich wurde nicht einmal zu den 3000 gewählt; πλουσίους κατειλεγμένους εἰς τὴν σύγκλητον Plut. Pomp. 13, in den Senat gewählt, gerechnet. Seltener so das med., ὁπλίτας καταλεγόμενος Thuc. 7, 31; Plat. Legg. VI, 760 b; κατελέξατο στρατιάν Xen. Hell. 1, 4, 21; – darunter rechnen, τὸν Ἡρακλέα καταλεγόμενον εἰς τοὺς θεούς D. Sic. 4, 39; εὐεργεσίαν κατέλεγεν, er rechnete es als eine Wohlthat an, Xen. An. 2, 6, 27. – 3) der Reihe nach erzählen, vollständig hererzählen, ἀτρεκέως κατάλεξον u. ä., sehr häufig bei Hom. im fut. u. aor., μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od. 16, 235, ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας Il. 19, 186; Her. 4, 50. 83. 114 u. öfter, bes. von der Genealogie; selten in attischer Prosa, wie Xen. Hem. 2, 4, 4 Plat. Ep. VII, 327 e. Auch im med., τὸν πλωτικὸν καταλεξώμεθα, wir wollen betrachten, Plat. Ax. 368 b. – Aufzählen, Plat. Hipp. mai. 285 e; – τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν, hersagen, vortragen, Xen. Conv. 6, 3; vgl. Ath. IV, 149 e.

French (Bailly abrégé)

f. καταλέξω, ao. κατέλεξα, pf. κατείλοχα;
Pass. ao. κατελέχθην, ao.2 κατελέγην;
nommer ou inscrire l'un après l'autre, d'où
1 choisir parmi, gén.;
2 passer en revue, énumérer, exposer en détail ; particul. énumérer une suite de noms, exposer une généalogie;
3 réciter;
4 inscrire sur une liste, enregistrer, enrôler ; Pass. être enrôlé;
Moy. καταλέγομαι;
1 choisir pour soi;
2 enregistrer, enrôler.
Étymologie: κατά, λέγω² ou λέγω³.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λέγω, perf. med.-pass. κατείλεγμαι, ptc. καταλελεγμένος; aor. pass. κατελέχθην, Att. κατελέγην uitvoerig vertellen, Hom. steeds fut. of aor.:; ταῦτα μάλ’ ἀτρεκέως καταλέξω ik zal die dingen heel eerlijk vertellen Il. 10.413; met afh. vraag:. κατάλεξον ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς vertel hoe je hem te zien hebt gekregen Od. 17.44; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει vertel mij over die beklagenswaardige man, of hij nog ergens in leven is Od. 4.832; κατέλεγε τῶν χρησμῶν hij reciteerde een aantal orakels Hdt. 7.6.4. opnoemen, opsommen:. μνηστῆρας ἀριθμήσας καταλέξον tel de vrijers en som (hun namen) op Od. 16.235; κατέλεγον οἱ ἱρέες … βασιλέων οὐνόματα de priesters somden de namen van de koningen op Hdt. 2.100.1. op een lijst zetten, inschrijven, rekruteren:; εἰς τοὺς ὁπλίτας καταλέξαι bij de hoplieten indelen Lys. 15.7; εἰς τὸν κατάλογον καταλέγειν op de zwarte lijst zetten Lys. 25.16; ook med.:; ἔδωκέ οἱ... καταλέξασθαι ἄνδρας τριηκοσίους (het volk) gaf hem toestemming 300 man uit te kiezen Hdt. 1.59.5; κατελέξατο στρατιάν hij rekruteerde een legermacht Xen. Hell. 1.4.21; pass.:; κατελέγην στρατιώτης ik werd opgeroepen als soldaat Lys. 9.4; χήρα καταλεγέσθω μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα γεγονυῖα als weduwe mag een vrouw worden ingeschreven als ze niet minder dan 60 jaar oud is NT 1 Tim. 5.9; met inf.: κατειλεγμένος ἱππεύειν gerekruteerd om als cavalerist te dienen Lys. 16.13. rekenen tot, beschouwen als:. οὓς οἱ πολλοὶ πλουσίους καταλέγουσι degenen die de massa als rijken beschouwt Plat. Lg. 742e; εὐεργεσίαν κ. als weldaad beschouwen Xen. An. 2.6.27.

Russian (Dvoretsky)

καταλέγω:
I (fut. καταλέξω, aor. κατέλεξα, pf. κατείλοχα; pass.: aor. 1 κατελεχθην, aor. 2 κατελέγην) тж. med.
1 выбирать, избирать: κ. τῶν ἀστῶν Her. выбирать из среды граждан; κ. τῶν χρησμῶν Her. выбирать из числа прорицаний;
2 перебирать по порядку, излагать, рассказывать (πᾶσαν ἀληθείην Hom.; τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίαν Her.): ἀτρεκέως κατάλεξον Hom. правдиво расскажи (мне); τούτων τῶν καταλεχθέντων γίνεται ὁ Ἴστρος Her. из (слияния) этих перечисленных (рек) рождается Истр;
3 называть, перечислять (βασιλέων οὐνόματα Her.): τὸν πλωτικὸν καταλεξώμεθα Plat. назовем (т. е. не забудем упомянуть) и моряка;
4 произносить вслух, читать, декламировать (τετράμετρα Xen.);
5 вносить (в списки), записывать (εἰς κατάλογον Lys.): κ. τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποφορεῖν Xen. внести самых богатых (граждан) в списки поставщиков лошадей;
6 причислять, зачислять, включать (τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς Diod.; τινὰ τῶν τριηραρχῶν Isae.);
7 производить набор, набирать (ὁπλίτας Thuc.; στρατιώτας Arph.; στρατιάν Plat.): στρατεύεσθαι καταλέγεσθαι Plat. быть призванным в войска; κατελέγην στρατιώτης Lys. я был зачислен солдатом;
8 считать, полагать (τινὰ πλούσιον Plat.).
II (только med.: fut. καταλέξομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατελέξατο, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέλεκτο, part. καταλέγμενος, inf. pf. καταλέχθαι)
1 ложиться спать (ἔνθ᾽ ὁ γέρων κατέλεκτο Hom.);
2 спать (εὐνῇ ἔνι μαλακῇ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταλέγω: κατακλίνω, βάλλω τινὰ νὰ πλαγιάσῃ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατακλίνομαι, πλαγιάζω, τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν ἀόρ. α΄ κατελέξατο Ἰλ. Ι. 690, Ὀδ. Κ. 555· καὶ τοὺς συγκεκομ. τύπους κατέλεκτο Ὀδ. Ι. 662, κτλ.: μετοχ. καταλέγμενος Ὀδ. Χ. 196: ἀπαρ. καταλέχθαι Ο. 394: μέλλ. καταλέξομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 521. ΙΙ. ἐκλέγω, «διαλέγω» μεταξύ πολλῶν, Ἡρόδ. 1. 59· τῶν χρησμῶν, ἐκ τῶν χρ., ὁ αὐτ. 7. 6. 2) ἐκλέγω ὡς στρατιώτας, καταγράφω (εἰς τοὺς καταλόγους), στρατιώτας, ὁπλίτας Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065, Λυσ. 394, κτλ.· κ. εἰς ὁπλίτας Λυσίας 145. 2· εἰς τὸν κατάλογον τῶν Ἀθηναίων ὁ αὐτ. 172. 38· ἐς τὰς ναῦς Θουκ. 3. 75· οὕτω, κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεοὺς Διόδ. 4. 39· τινὰς εἰς τὴν σύγκλητον Πλουτ. Πομπ. 13· εἷς τῶν τριηράρχων καταλεγεὶς Ἰσαῖ. 63. 29· καὶ ὁ μέλλ. καταλεγήσομαι· μετὰ δοτ., κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Φιλόστρ. 524, πρβλ. 532· μετ’ ἀπαρ., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 15· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 1. 98· ὁπλίτας καταλεγόμενος Θουκ. 7. 31· κατελέξατο στρατιὰν Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 21·- Παθ. (ἀόρ. β΄ κατελέγην, συνηθέστερος παρ’ Ἀττ. τοῦ ἀορ. α΄ (Piers. Μοῖρ. 207, κἑξ.), ἴδε Πλάτ. Νόμ. 762Ε, 934Α), καταγράφομαι, ἐγγράφομαι, Λατ. conscribi, Ἡρόδ. 7. 1· τῶν τρισχιλίων κ., καταγράφομαι μεταξὺ τῶν τρισχιλίων, Λυσ. 183. 42· κ. στρατιώτης ὁ αὐτ. 114. 31· κατειλεγμένος ἱππεύειν ὁ αὐτ. 146. 43· ὁ κατειλεγμένος Δημ. 997. 3·-πρβλ. κατάλογος. 3) καταριθμῶ, συγκαταλέγω, θεωρῶ ὡς μεταξὺ…, θεωρῶ ὡς…, οὓς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Πλάτ. Νόμ. 742Ε· οὕτω, τοῦτον καταλεκτέ ἐστιν εἰς… Εὔβουλ. ἐν «Ἀντ.» 3·- καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368Β. ΙΙΙ. διηγοῦμαι, ἐκθέτω κατ’ ἔκτασιν καὶ κατὰ τάξιν, Ὅμ., ἀείποτε κατὰ μέλλ. ἢ ἀόρ. α΄, ταῦτα μάλ’ ἀτρεκέως καταλέξω Ἰλ. Κ. 413, 427, κτλ.· τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον αὐτόθι 384, 405 κτλ.· πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Ω. 407· ἀλλ’ εὖ μοι κατάλεξον Ὀδ. Γ. 97· συχνάκις παρ’ Ἡροδ. 4.83, 114· εὐεργεσίαν κ. Ξεν. Ἀν. 1, 6, 27· καὶ ὁ πρκμ. κατείλοχα Παυσ., ἰδίως ἐν τῷ Παθ., τούτων δὴ τῶν καταλεχθέντων, τούτων τῶν ποταμῶν οἱ ὁποῖοι ἐμνημονεύθησαν ἢ ἀπηριθμήθησαν, Ἡρόδ. 4. 50, πρβλ. 23, 28, 95, κ. ἀλλ. Μέσ., Βίος Ὁμ. 21. 2) ἑπομένου ἀναφορικοῦ ἐπιρρήμ. ἢ ἐξηρτημένης προτάσεως, κατάλεξον ὅπως ἤντησας Ὀδ. Ρ. 44· κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤπου ἔτι ζώει…, διήγησαί μοι τὴν ἱστορίαν τοῦ δυστυχοῦς ἐκείνου, Δ. 832. 3) λογαριάζω, λέγω ἓν πρὸς ἕν, λέγω τὰ πάντα, καθ’ ἕκαστα λέγω (πρβλ. κατάλογος), μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον ΙΙ. 235· ἐπὶ σειρᾶς βασιλέων (δυναστείας) ἢ προγόνων, κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βίβλου… βασιλέων τ’ καὶ λ’ οὐνόματα Ἡρόδ. 2. 100· τοὺς ἀεὶ πατέρας ὁ αὐτ. 6.53· κ. ἑαυτὸν πατρόθεν, ἐλογάριαζε τὴν καταγωγήν του πρὸς πατρός, αὐτόθι 1. 173·-σπάν. παρ’ Ἀττ., κ. τοὺς ἄρχοντας Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 285Ε, πρβλ. Ἐπ. 327Ε, Ξεν. Ἀπομ. 2. 4, 4·- παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀθήν. 504F, Βίος Ὁμ. 21. 4) τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλὸν κ., ἀπαγγέλλειν, Ξεν. Συμπ. 6. 3· τὰς πατρίας εὐχὰς Ἑρμ. παρ’ Ἀθην. 149Ε·-καταλέγομαι. ὀδύρομαι τὸν τεθνεῶτα, ἰδὲ κατάλεγμα.

English (Autenrieth)

(1), fut. -λέξω, aor. κατέλεξα. enumerate, recount, Od. 19.497, Od. 16.235; then narrate, relate, with εὖ, ἀτρεκέως, ἐν μοίρῃ, Ι 11, Il. 19.186.
(2) (root λεχ), mid. fut. καταλέξεται, aor. κατελέξατο, imp. κατάλεξαι, aor. 2 κατέλεκτο, inf. καταλέχθαι, part. καταλέγμενος: mid., lay oneself down, lie down to sleep or rest, lie.

English (Strong)

from κατά and λέγω (in its original meaning); to lay down, i.e. (figuratively) to enrol: take into the number.

English (Thayer)

present passive imperative καταλεγέσθω;
1. properly, to lay down; middle to lie down (Homer).
2. to narrate at length, recount, set forth (from Homer on).
3. to set down in a list or register, to enroll (especially soldiers; see Passow, under the word, 5; (Liddell and Scott, under the word, II:2 (yet the latter connect this use with the meaning of to choose))): of those widows who held a prominent place in the church and exercised a certain superintendence over the rest of the women, and had charge of the widows and orphans supported at public expense, Winer's Grammar, 590 (549)); cf. DeWette (or Ellicott) at the passage.

Greek Monolingual

(I)
καταλέγω (Α)
βλ. καταλέχομαι.
(II)
(AM καταλέγω)
κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον
μσν.
1. περιγράφω
2. λέω τραγούδι
3. (αμτβ.) διηγούμαι
μσν.-αρχ.
1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ
2. κατηγορώ
3. παθ. καταλέγομαι (για ιδρύματα, κτίσματα, τόπους) παίρνω την ονομασία μου από κάποιον
αρχ.
1. αναφέρω, απαριθμώ, αραδιάζω γεγονότα, ονόματα ή χρονολογίες
2. αναφέρω ονομαστικά και προσδιοριστικά, λέγω ένα προς ένα
3. αναφέρω τη γενεαλογία μου
4. απαγγέλλω
5. εξάγω συμπέρασμα
6. καταγράφω, κατατάσσω στρατιώτες
7. καταγράφω κάποιον σε σύλλογο ή σε σωματείο δημόσιων αρχόντων ή λειτουργών ή μεταξύ αυτών που έχουν προνομιακή δημόσια παροχή
8. εκλέγω, διαλέγω
9. προσάπτω σε κάποιον κατηγορία ή μομφή
10. δίνω, παρέχω πληροφορίες εναντίον κάποιου
11. μέσ. καταλέγομαι
θρηνώ νεκρό, λέω μοιρολόι.

Greek Monotonic

καταλέγω: μέλ. -ήσω,
I. αφήνω κάτω, πλαγιάζω κάτι — Μέσ. και Παθ., πλαγιάζω, ξαπλώνω, αόρ. αʹ κατελέξατο, σε Όμηρ.· Επικ. συγκοπτ. Παθ. αορ. βʹ κατέλεκτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μτχ. καταλέγμενος και απαρ. καταλέχθαι, σε Ομήρ. Οδ.· μέλ. καταλέξομαι, σε Ησίοδ.
II. επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω μέσα από πολλά, σε Ηρόδ.· επιλέγω στρατιώτες, στρατολογώ νεοσυλλέκτους, καταγράφω στον κατάλογο, σε Αριστοφ., Θουκ. — Μέσ., επιλέγω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., καταγράφομαι ή εγγράφομαι, Λατ. conscribi, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. 1. διηγούμαι, εκθέτω λεπτομερώς ή κατά σειρά, σε μέλ. ή αόρ. αʹ, ταῦτα καταλέξω, σε Ομήρ. Ιλ.· πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον, στο ίδ. — Παθ., τοῦτον δὴ τῶν καταλεχθέντων, από αυτούς που μνημονεύθηκαν, απαριθμήθηκαν, σε Ηρόδ.
2. υπολογίζω, αθροίζω, λογαριάζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to lay down: Mid. and Pass. to lie down, go to bed, aor1 κατελέξατο Hom.; epic syncop. aor2 pass. κατέλεκτο Il., etc.; part. καταλέγμενος and inf. καταλέχθαι Od.; fut. καταλέξομαι Hes.
II. to pick out, choose out of many, Hdt.:— to choose as soldiers, to enrol, enlist, Ar., Thuc.; Mid. to choose for himself, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be enlisted or enrolled, Lat. conscribi, Hdt., etc.
III. to recount, tell at length or in order, in fut. or aor1, ταῦτα καταλέξω Il.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Il.:—Pass., τούτων δὴ τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.
2. to reckon up, Od., Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:katalšgw 卡他-累哥
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-放置(說)
字義溯源:登記,記,記在冊上,設計,選擇,列入,參加;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 記在冊上(1) 提前5:9