πύρπνοος

Revision as of 09:15, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πύρπνοον, contr. πύρπνους, πύρπνουν = πυρίπνοος, fire-breathing, Τυφών A.Th.511, cf. 493; ταῦροι, λέαινα, e.Med.478, El.473 (lyr.); χίμαιρα Anaxil.22.3, Epin.2.10; πύρπνοον βέλος, of lightning, A.Pr.917; βέλεσι πυρπνόου ζάλης, of Etna, ib.373.

German (Pape)

[Seite 824] = πυρίπνοος; βέλος, Aesch. Prom. 919, vgl. Spt. 425; Τυφών, 493; ταῦροι, Eur. Med. 478; λέαινα, El. 473; χίμαιρα, Epinic. bei Ath. XI, 497 c.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui souffle ou respire le feu;
2 enflammé, ardent : πύρπνοον βέλος ESCHL le trait enflammé, càd la lumière du jour.
Étymologie: πῦρ, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

πύρπνοος: стяж. πύρπνους 2 огнедышащий (Τυφών Aesch.; ταῦροι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πύρπνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, = πυρίπνοος, ὁ πνέων πῦρ, Τυφὼν Αἰσχύλ. Θήβ. 511, πρβλ. 493· ταῦροι, λέαιναι Εὐρ. Μήδ. 478, Ἠλ. 474· χίμαιρα πύρπνοος Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 3· π. βέλος, ἐπὶ ἀστραπῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τῆς Αἴτνης, αὐτόθι 371. Ἐπίρρ. -πνόως, Εὐστ. ἐν Mai’s Spicil. 5. 311.

Greek Monotonic

πύρπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν=πυρίπνοος, αυτός που έχει πύρινη αναπνοή, Τυφών, σε Αισχύλ., Ευρ.

English (Woodhouse)

breathing fire