dislocated
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. διεστραμμένος, ἔξαρθρος, ἔξαρμος, ἐξηρθρωμένος.
Translations
French: disloqué, luxé, déboîté; German: ausgekugelt, ausgerenkt, luxiert; Greek: εξαρθρωμένος; Ancient Greek: ἔξαρθρος, ἐξηρθρωμένος, ἔκπαλος, ἐκπαλής, διεστραμμένος; Italian: dislocato; Latin: luxatus; Portuguese: deslocado; Russian: вывихнутый; Spanish: deslocado, desarticulado