συμφωνιακός

From LSJ
Revision as of 18:00, 15 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφωνιᾰκός Medium diacritics: συμφωνιακός Low diacritics: συμφωνιακός Capitals: ΣΥΜΦΩΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: symphōniakós Transliteration B: symphōniakos Transliteration C: symfoniakos Beta Code: sumfwniako/s

English (LSJ)

συμφωνιακή, συμφωνιακόν,
A of a choir or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55.
IIσυμφωνιακή, a variety of henbane (ὑοσκύαμος), Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4; ὑοσκύαμος συμφωνιακή Hippiatr.22; cf. σύμφωνος III.

Greek (Liddell-Scott)

συμφωνιᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες ὁμοῦ, Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον ὄνομα τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ οὕτως ἴσως καὶ σύμφωνος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.