συμφωνιακός
From LSJ
English (LSJ)
συμφωνιακή, συμφωνιακόν,
A of a choir or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55.
II ἡ συμφωνιακή, a variety of henbane (ὑοσκύαμος), Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4; ὑοσκύαμος συμφωνιακή Hippiatr.22; cf. σύμφωνος III.
Greek (Liddell-Scott)
συμφωνιᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες ὁμοῦ, Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον ὄνομα τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ οὕτως ἴσως καὶ σύμφωνος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συμφωνία
1. συμφωνικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακή
ποικιλία του φυτού υοσκύαμος.