ἁλιβαφής
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
ἁλιβαφές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in A.Pers.275 (lyr.) for ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ.
Spanish (DGE)
(ἁλῐβᾰφής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar σώματα A.Pers.275 (var., cf. πολυβαφής).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἁλιβαφής -ές ἅλς, βάπτω ondergedompeld in de zee.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιβᾰφής: погрузившийся в море (σώματα Aesch. - v.l. к πολυβαφής).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιβᾰφής: -ές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.