ὑπερφεύγω
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
escape beyond, survive, τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Hp.Morb.2.20, cf. 27; in tmesi, οὐκ ἔστιν ὑπὲρ (ὑπὲκ Herm.) θνατὸν φυγεῖν A.Pers. 100(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1203] (s. φεύγω), darüber hinaus kommen u. entfliehen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφεύγω: ἐκφεύγω, διαφεύγω πέραν, ἐπέκεινα, τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Ἱππ. 468. 18, πρβλ. 470. 30· ἐν τμήσει, οὐκ ἔστιν ὑπὲρ (Herm. ὑπὲκ) θνατὸν φυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 100.
Greek Monolingual
Α
φεύγω πέρα από κάτι, διαφεύγω, ξεφεύγω («ἢν τὰς ἑπτὰ ἡμέρας ὑπερφύγῃ», Ιπποκρ.).