ἔμβρωμος

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρωμος Medium diacritics: ἔμβρωμος Low diacritics: έμβρωμος Capitals: ΕΜΒΡΩΜΟΣ
Transliteration A: émbrōmos Transliteration B: embrōmos Transliteration C: emvromos Beta Code: e)/mbrwmos

English (LSJ)

ἔμβρωμον, = βρωμώδης (foul-smelling), Dsc.3.33, Aët.9.30.

Spanish (DGE)

-ον comestible φύλλα Dsc.3.33, τὰ ἐντόσθια Aët.9.30.

Greek Monolingual

ἔμβρωμος, -ον (Α)
δυσώδης, βρομερός.

Translations

foul-smelling

Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande