πολύφονος

From LSJ
Revision as of 01:06, 24 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

{{ |mdlsjtxt=πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur. }}

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.