σκιοθήρης

Revision as of 08:30, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

σκιοθήρου, ὁ, sundial, Vitr.1.6.6.

Greek Monolingual

και σκιάθηρας, ὁ, Α
ηλιακό ρολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -θήρης / -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].