ἀσκόπως
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
French (Bailly abrégé)
adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.
Spanish
atolondradamente, inadecuadamente, inintencionadamente, irreflexivamente, sin atención
Russian (Dvoretsky)
ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.