ἡμίκρανον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό,
A = ἡμίκραιρα 1, Alex. Trall.1.12.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, nach Phryn. 328 besser als ἡμικεφάλαιον, Sp., der halbe Kopf.