ἀείγνητος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ἀείγνητον, = ἀειγενέτης (everlasting), Orph.A.15.
Spanish (DGE)
-η, -ον eterno Νύξ Orph.A.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείγνητος: -ον, = ἀειγενέτης, Ὀρφ. Ἀργ. 15.