κολλουρίς
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, marsh-mallow, Glossaria.
Greek Monolingual
κολλουρίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλλουρος
είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους.