πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
οὐρητρίς, -ίδος, ἡ (Α)δοχείο για ούρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς)].