θέρμαστις
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ιδος, ἡ, perhaps = θέρμαστρις, παρυφὴν ἔχει θέρμαστιν, of a garment, IG22.1514.29, 1515.21, 1516.8 (iv B.C.).
Greek Monolingual
θέρμαστις και θερμαστίς, -ίδος, ἡ (Α)
η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)].