σμηματοδοκίς

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμημᾰτοδοκίς Medium diacritics: σμηματοδοκίς Low diacritics: σμηματοδοκίς Capitals: ΣΜΗΜΑΤΟΔΟΚΙΣ
Transliteration A: smēmatodokís Transliteration B: smēmatodokis Transliteration C: smimatodokis Beta Code: smhmatodoki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, box of unguents, Hsch.s.v. ῥύμμα.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + -δοκίς (< -δοκος < δέχομαι)].