στομίδα
From LSJ
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
η / στομίς, -ίδος ΝΑ
μεταλλικό εξάρτημα του χαλινού το οποίο εισάγεται στο στόμα του αλόγου και στα άκρα του οποίου προσαρμόζονται τα ηνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θυλακίς)].