διαδωρέομαι

Revision as of 20:15, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαι")

English (LSJ)

A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24.
2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.

Spanish (DGE)

distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers. ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοις X.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
c. ac. de pers. y εἰς c. ac. (τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατο I.BI 6.418.

German (Pape)

[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.

French (Bailly abrégé)

διαδωροῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δωρέομαι als geschenk uitdelen.

Russian (Dvoretsky)

διαδωρέομαι: раздавать в виде подарков, раздаривать (τι τοῖς ἀξιωτάτοις Xen.).

Greek Monotonic

διαδωρέομαι: αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.

Middle Liddell

Dep. to distribute in presents, Xen.