οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
το (Α ἀργύρωμο) αργυρώ
νεοελλ.
1. ασήμωμα, επαργύρωση
2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης
αρχ.
συνήθως στον πληθ. (-ματα)
τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.