αργύρωμα

From LSJ
Revision as of 14:36, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀργύρωμο) αργυρώ
νεοελλ.
1. ασήμωμα, επαργύρωση
2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης
αρχ.
συνήθως στον πληθ. (-ματα)
τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.