αεροσούρι
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
Greek Monolingual
και αγεροσούρι, το
1. συνήθως στον πληθ. τα αεροσούρια
δυνατή και θορυβώδης πνοή ανέμου, που φυσάει στις χαράδρες
2. τόπος, όπου παρατηρούνται τα αεροσούρια (χαράδρα, κλεισούρα κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το ανεμοσούρι, το οποίο προέρχεται από το ανεμοσουρίζω, υποχωρητικά].