Τρωιάς
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Greek (Liddell-Scott)
Τρωιάς: συνῃρ. Τρῳάς, (συχνὰ φέρεται Τρωάς), άδος, θηλ. τοῦ Τρώιος, ἡ ἐκ Τροίας, Ὀδ. Ν. 263· Τρωιάδας γυναῖκας Ἰλ. Θ. 139, κ. ἀλλ.· καὶ μόνον Τρωιάδες Σ. 122, κ. ἀλλ., Τρῶας καὶ Τρῳάδας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐκ Τροίας, Χ. 105. ΙΙ. γῆ Τρῳάς, ἡ Τρωϊκὴ χώρα, Σοφ. Αἴ. 819, καὶ ἀλλ.· καὶ ἄνευ τοῦ γῆ, ἡ Τρῳὰς Ἡρόδ. 5. 122.
English (Autenrieth)
see Τρώιος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. Τρωάς.
Russian (Dvoretsky)
Τρωιάς:
I стяж. Τρῳάς, άδος adj. f троянская (γυναῖκες Hom.; γῆ Soph.).
II стяж. Τρῳάς, άδος ἡ
1 (sc. γυνή) троянка om.;
2 (sc. γῆ) Троада er.