Πικηνοί

From LSJ
Revision as of 21:25, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.

Greek Monolingual

οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.

Russian (Dvoretsky)

Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена lut.