ὀβολοστατική
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
German (Pape)
[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d'usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.
Greek Monolingual
ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.
Russian (Dvoretsky)
ὀβολοστᾰτική: ἡ (sc. τέχνη) ростовщичество lat., Arst.