ὀβολοστατική

From LSJ
Revision as of 21:35, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

German (Pape)

[Seite 289] der schmutzige Wucher, der Obolen wägt, Arist. pol. 1, 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
métier d'usurier.
Étymologie: ὀβολοστάτης.

Greek Monolingual

ὀβολοστατική, ἡ (Α) οβολοστάτης
(ενν. τέχνη) το επάγγελμα του οβολοστάτη, του τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο.

Russian (Dvoretsky)

ὀβολοστᾰτική: ἡ (sc. τέχνη) ростовщичество lat., Arst.

Middle Liddell


(sc. τέχνἠ, the trade of a petty usurer, usury, Arist.