ξυλοπόδαρος

From LSJ
Revision as of 11:15, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια
2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια
3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο
α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο
β) το καλόβαθρο
γ) το καλαπόδι.

Translations

stiltwalker

Dutch: steltloper, steltenloper; English: stilt walker, stiltwalker, stilt-walker; Finnish: puujaloilla kävelijä; French: échassier; German: Stelzengänger, Stelzengängerin; Greek: ξυλοπόδαρος; Ancient Greek: καδαλίων, κωλοβαθριστής; Italian: trampoliere; Latin: grallator; Polish: szczudlarz, szczudlarka; Russian: ходулист, ходулистка; Swedish: styltgångare; Yoruba: alágèéré