ἐπανορθωτέος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
α, ον,
A to be corrected, Pl.Lg.809b.
II ἐπανορθωτέον one must correct, Plu.2.24a, Gal.6.226.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανορθωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ ἐπανορθώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 809Α. ΙΙ. ἐπανοθωτέον, δεῖ ἐπανορθοῦν, Πλούτ. 2. 24Α.