πρωτομάστορας
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
Greek Monolingual
πρωτομάστορας και πρωτομάστορης, ο, Ν
1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης
2. έμπειρος κτίστης-τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι).