δυσποτμέω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
despair of oneself, ἐν ἀρρωστίαις Plb.33.17.1.
Spanish (DGE)
desesperar del destino, abatirse τοῖς ἐν ταῖς πολυχρονίοις ἀρρωστίαις δυσποτμοῦσι Plb.33.17.1, cf. D.S.31.43.
German (Pape)
[Seite 687] unglücklich sein, Suid. aus Pol.
Greek (Liddell-Scott)
δυσποτμέω: εἶμαι ἀτυχής, δυστυχῶ, Πολύβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 41.
Russian (Dvoretsky)
δυσποτμέω: быть несчастливым Polyb., Diod.