ἀρχιφώρ
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ῶρος, ὁ, = ἀρχίκλωψ, DS. 1.80.
Spanish (DGE)
-ῶρος, ὁ capitán de ladrones D.S.1.80.
German (Pape)
[Seite 366] ῶρος, ὁ, Räuberhauptmann, Diod. Sic. 1, 80.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιφώρ: φῶρος ὁ Diod. = ἀρχίκλωψ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιφώρ: -ῶρος, ὁ, = ἀρχίκλωψ, Διόδ. 1. 80.
Greek Monolingual
ἀρχιφώρ (-ῶρος), ο (Α)
ο αρχικλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + φωρ «κλέφτης»].